αρτουργός

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

ἀρτουργός, -όν (Μ)
ο αρτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -ουργος < έργον].