αἱμορραγικός

English (LSJ)

αἱμορραγική, αἱμορραγικόν, liable to αἱμορραγία, Hp.Prorrh.1.135, etc. Adv. αἱμορραγικῶς, τελευτᾶν Gal.8.304.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que tiene hemorragias, hemorrágico Hp.Prorrh.1.135, Coac.162, Epid.4.13, 20.
2 adv. -ῶς por hemorragia τελευτᾶν Gal.8.304, cf. 17(2).690.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμορρᾰγικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς αἱμορραγίαν, Ἱππ. 79Β, κτλ.: - Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμορραγικός -ή -όν, αἱμορραγία met bloedingen.

German (Pape)

s. αἱμορραγία.