βαλσαμώνω

Greek Monolingual

και μπαλσαμώνω και βαρσαμώνω και μπαρσαμώνω βάλσαμο
1. ταριχεύω, καθιστώ νεκρό, πτηνά ή ζώα άσηπτα χρησιμοποιώντας αντισηπτικές ουσίες
2. επουλώνω («βαλσάμωνέ μου την πληγή»)
3. ευωδιάζω («βαλσαμωμένο αέρι»)
4. καταπραΰνω («τα τρομαγμένα στήθη των ο ύπνος βαλσαμώνει»).