βαναυσέω

German (Pape)

[Seite 431] ein βάναυσος sein, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

βαναυσέω: εἶμαι βάναυσος, Συνέσ. 22D.

Spanish (DGE)

trabajar con las propias manos τὸν χειροτέχνην ἀπὸ τοῦ βαναυσεῖν ἀναστήσαντες Synes.Regn.19 (p.45.1).