βαρυχείμων
English (LSJ)
βαρυχείμον, gen. ωνος, with heavy storms, Theognost.Can. 460.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ωνος]
de duras tempestades Theognost.Can.82.19, EM 810.11G., Zonar.s.u. χειμών.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠχείμων: ον,ωνος,ὁ βαρὺν ἔχων χειμῶνα, βαρείας θυέλλας, Θεόγνωστ. Καν. 460.