βοαθοέω

English (Slater)

βοᾱθοέω help βοαθοῶν τοι παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονὸς (sc. Νεοπτόλεμος. βοαθόων codd.: post βοαθόων distinxerunt edd. vulg. ut subs. interpretantes: corr. Farnell) (N. 7.33)