γαγγραίνωμα
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
τό, = γαγγραίνωσις (becoming gangrenous, gangrenous affection), Pall. Febr. 7.
Spanish (DGE)
-ματος, τό medic. afección gangrenosa Pall.Febr.7.
Greek Monolingual
το (Μ γαγγραίνωμα) γαγγραινούμαι
το αποτέλεσμα της γαγγραίνωσης.