γευματικός

English (LSJ)

γευματική, γευματικόν, dub. sens., χιτών Schwyzer 462B29 (Tanagra, iii B. C.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
sent. dud. χιτῶνα κορικὸν γευματικόν Schwyzer 462B.29 (Tanagra III a.C.).