γεωθερμία

Greek Monolingual

η
1. η μελέτη τών θερμικών φαινομένων που έχουν ως έδρα το εσωτερικό της γης
2. κλάδος της γεωφυσικής που μελετά τις σχετικές με τη γη θερμικές συνθήκες (κατανομή τών θερμοκρασιών, μεταβολές θερμότητας κ.λπ.).