γναφαλλίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = γναφάλλιον, Ps.-Dsc. 3.117.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
bot. otro n. del γναφάλλιον Ps.Dsc.3.117, Scrib.Larg.121.

Greek Monolingual

γναφαλλίς, η (Α) γνάφαλλον
το γναφάλλιο.