γογγρώνη

English (LSJ)

ἡ, excrescence on the neck, Hp.Epid.6.3.6, Gal.17 (2).38. (cf. γόγγρος II.)

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Morfología: [ac. sg. γόγγρωνα Hp. en Gal.19.91]
medic. excrecencia en el cuello Hp.Epid.6.3.6, Hp. en Gal.19.91, Erot.Fr.29, Gal.17(2).38.

German (Pape)

[Seite 500] ἡ, Auswuchs am Halse, Kropf, Hippocr.; an Bäumen, Galen. S. γόγγρος.

Greek (Liddell-Scott)

γογγρώνη: ἡ, ἀπόστημά τι κατὰ τὸν τράχηλον, Ἱππ. 1175C· πρβλ. γόγγρος ΙΙ.

Greek Monolingual

γογγρώνη, η (Α) γόγγρος
απόστημα στον λαιμό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γογγρώνη -ης, ἡ uitwas of tumor in de nek. Hp.