γοργοθάνατος

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που πέθανε πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + θάνατος. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Ξένο].