γοῦρος

English (LSJ)

ὁ, a kind of cake, Sol.38.3.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): γουρός Phot.γ 190
especie de pastel o torta οἱ δὲ συμμεμειγμένους γούρους φακοῖσι (τρώγουσιν) Sol.26.3, cf. Phot.l.c.

German (Pape)

[Seite 503] ὁ, ein Backwerk, Sol. Ath. XIV, 645 f.

Greek (Liddell-Scott)

γοῦρος: ὁ, εἶδος πλακοῦντος,Σόλων 30.

Greek Monolingual

γοῦρος, ο (Α)
είδος γλυκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συσχετίστηκε με τα αρχ. γύρις «η άχνη του αλευριού», αρχ. γυρίνη «είδος γλυκίσματος», ενώ δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για τ. της λακωνικής ή της βοιωτικής διαλέκτου, γεγονός που θα ερμήνευε την τροπή του -υ σε -ου-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: a cake (Sol. 38, 3).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Compared with ἄγγουρος εἶδος πλακοῦντος, with prothetic vowel and prenasalization (cf. κύνωψ/ ἀγχύνωψ (not from *ἀνα-!). Pre-Greek. Perhaps further to γῦρις, γυρίνη.
See also: Vgl.

Frisk Etymology German

γοῦρος: {goũros}
Grammar: m.
Meaning: Art Kuchen (Sol. 38, 3).
See also: Vgl. γῦρις, γυρίνη.
Page 1,322