δέρξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, sense of sight, Orac. ap. Plu.2.432b, Hsch.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
visión, sentido de la vista Orác. en Plu.2.432b, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 549] ἡ, das Sehen, Orak. bei Plut. def. orac. 39.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
sens de la vue.
Étymologie: δέρκομαι.

Russian (Dvoretsky)

δέρξις: εως ἡ зрение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δέρξις: -εως, ἡ, ἡ αἴσθησις τῆς ὄψεως, ὅρασις, Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 2. 432Β.

Greek Monolingual

δέρξις (-εως και -ιος), η (Α) δέρκομαι
η όραση.