δαλματικομαφόρτης

English (LSJ)

δαλματικομαφόρτου, ὁ, Dalmatian cloak with a hood, POxy. 1273.14 (iii A.D.) (δελματικομαφόρτης:—Dim. δερμᾰτικομᾰφόρτιν, ib.114.5 (ii/iii A.D.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): δελματικομαφόρτης POxy.1273.12, 14, 15 (III d.C.)
• Grafía: graf. δελματικομαφόλτης DP 22.13, dud. δελματικομάφερτος DP 19.43, cf. 13, 16
capa o dalmática con capucha, DP ll.cc., 22.5, 6 POxy.ll.cc.