δαμάκι

Greek Monolingual

το (Μ δαμάκιν)
Ι. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι
νεοελλ.
τμήμα αγρού σε πλαγιά λόφου που έχει ισοπεδωθεί
II. (ως επίρρ.) δαμάκι (Μ δαμάκιν)
λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. επίρρ.) δαμί(ν) «λίγο, λιγάκι» + (κατάλ.) -άκι(ν)].