Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
δαμάκι
Greek Monolingual
το (Μ δαμάκιν) Ι. μικρή ποσότητα, μικρό κομμάτι νεοελλ. τμήμα αγρού σε πλαγιά λόφου που έχει ισοπεδωθεί II. (ως επίρρ.) δαμάκι (Μ δαμάκιν) λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ.< (μσν. επίρρ.) δαμί(ν) «λίγο, λιγάκι» +(κατάλ.) -άκι(ν)].