δεκακότυλος

English (LSJ)

δεκακότυλον, holding ten κοτύλαι, Str.3.2.7.

Spanish (DGE)

-ον de una capacidad de diez cótilos Str.3.2.7.

German (Pape)

[Seite 542] zehn Kotylen fassend, Strab. 3, 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δεκακότῠλος: -ον, περιέχων δέκα κοτύλας, Στράβων 145.

Greek Monolingual

δεκακότυλος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει δέκα κοτύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + κοτύλη «μικρή φιάλη»].