δεσμάτιον

English (LSJ)

τό, Dim. of δέσμα, Sch. Theoc.4.18.

German (Pape)

[Seite 550] τό, Bändchen, Schol. Theocr. 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δέσμα, Σχόλ. Θεοκρ. 4. 18· πρβλ. δεμάτιον.

Greek Monolingual

δεσμάτιον, το (Α)
δεματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δέσμα].