διακολαπτηρίζω

English (LSJ)

IG 7.3073.185 (Lebad.), = διακολάπτω.

Spanish (DGE)

arq. labrar de parte a parte a cincel τού[ς λίθους] κύκλῳ πάντας IG 7.3073.185 (Lebadea II a.C.) en C&M 8.1946.34.

Greek (Liddell-Scott)

διακολαπτηρίζω: διὰ τοῦ καλαπτῆρος (dolabra) πελεκῶ, Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Ἀθην. τ. Δ΄, σ. 374.