διαμοιράομαι
From LSJ
English (Autenrieth)
(μοῖρα): portion out, Od. 14.434†.
Spanish (DGE)
dividir, distribuir en partes, repartir c. ac. τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Od.14.434, κληῖδας μὲν πρῶτα πάλῳ διεμοιρήσαντο A.R.1.395, ἑπτὰ δὲ πάντα μέλη κούρου Orph.Fr.210, καμάτους τοὺς σούς AP 7.645 (Crin.), cf. 14.116, 120 (ambos Metrod.), cf. Dionysius 33.23
•c. ac. y dat. de pers. repartirse algo con alguien μῆλα φίλαις διεμοιρήσαντο Ἰνὼ καὶ Σεμέλη ... παρθενικαῖς AP 14.119 (Metrod.), en v. pas. πέμματός τε εἰς ἴσον διαμεμοιραμένου Ath.12e.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μοιράομαι verdelen, verscheuren:; τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων hij sneed al (het vlees) en verdeelde het in zeven porties Od. 14.434; pass.: ἔραμαι διαμοιρᾶσθαι ik verlang ernaar in tweeën gedeeld te worden Eur. Hipp. 1376.