διαρρινέω
Greek (Liddell-Scott)
διαρρῑνέω: ῥινίζω τι ἐντελῶς, διχοτομῶ διὰ τῆς ῥίνης, Ἀριστ. Ἀποσπ. 426.
Spanish (DGE)
resoplar τοῖς μυξωτῆρσιν ἐν ἀλλήλοις διαρρινοῦντες Iust.Phil.Dial.101.3.
Russian (Dvoretsky)
διαρρῑνέω: просверливать (ἔχει ὁ χαλκοῦς ἀμφορεὺς διερρινημένον ἐπίθημα Arst.).
German (Pape)
[ρῑ], durchfeilen, Arist. bei Schol. Ar. Eq. 1147; – Sp.