διασυντηρέω

Greek (Liddell-Scott)

διασυντηρέω: συντηρῶ, διαφυλάττω μέχρι τέλους, Βασίλ. 1. 721Α.

Spanish (DGE)

conservar, mantener παρθενίαν Bas.Anc.Virg.M.30.697A.