διεξαγορεύω

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255

Greek (Liddell-Scott)

διεξαγορεύω: ἐπιτεταμ. ἐξαγορεύω· ― ἀθεότητα ἀναφανδὸν διεξαγορευέτω, μὴ πρόνοιαν Εὐσέβ. πρὸς τὰ Ἱεροκλέους § 48.

Spanish (DGE)

proclamar públicamente, confesar ἀθεότητα Eus.Hierocl.48.