διεξαγορεύω
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
Greek (Liddell-Scott)
διεξαγορεύω: ἐπιτεταμ. ἐξαγορεύω· ― ἀθεότητα ἀναφανδὸν διεξαγορευέτω, μὴ πρόνοιαν Εὐσέβ. πρὸς τὰ Ἱεροκλέους § 48.
Spanish (DGE)
proclamar públicamente, confesar ἀθεότητα Eus.Hierocl.48.