δυσένδοτος

German (Pape)

[Seite 679] schwer nachgebend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δυσένδοτος: -ον, δυσκόλως ἐνδίδων, Ἰω. Χρυσ. 1, 33.

Spanish (DGE)

-ον
de pers. que se resiste a ceder, obstinado πρὸς τἀληθῆ δυσχερεῖς καὶ δυσένδοτοι Eus.DE 9.5, cf. Chrys.M.49.65
neutr. subst. τὸ δυσένδοτον = resistencia, obstinación Ἰουδαίων ... τὸ ... πρὸς εὐσέβειαν δ. Eus.DE 7.1
de abstr. persistente, duradero τὸ πάθος Chrys.M.58.585.

Greek Monolingual

δυσένδοτος, -ον (Α)
αυτός που δεν ενδίδει εύκολα.