δυσακής
English (LSJ)
δυσακές, = δυσάκεστος (hard to heal), Hsch. s.v. δυσηκῆ.
Spanish (DGE)
(δυσᾰκής) -ές
• Alolema(s): -ηκής Hsch.
difícil de curar πάθος A.Eu.145 (cj., v. δυσαχής), cf. Hsch.
δυσακές, = δυσάκεστος (hard to heal), Hsch. s.v. δυσηκῆ.
(δυσᾰκής) -ές
• Alolema(s): -ηκής Hsch.
difícil de curar πάθος A.Eu.145 (cj., v. δυσαχής), cf. Hsch.