δυσανταγώνιστος

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαντᾰγώνιστος Medium diacritics: δυσανταγώνιστος Low diacritics: δυσανταγώνιστος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysantagṓnistos Transliteration B: dysantagōnistos Transliteration C: dysantagonistos Beta Code: dusantagw/nistos

English (LSJ)

δυσανταγώνιστον, hard to struggle against, Paus.1.17.6, D.L.2.134, Jul.Or.1.34b.

Spanish (DGE)

-ον
1 que es adversario difícil, duro enemigo, difícil de combatir Θησεύς Paus.1.17.6, ἔθνη de celtas y gálatas, Iul.Or.1.34c, en el terreno de la dialéctica, D.L.2.134, παράταξις de una formación de batalla, Gr.Nyss.V.Mos.133.18, en sent. moral, Cyr.Al.M.74.173D, Sch.Pi.O.8.28c, c. dat. ἡ σάρξ ... ταῖς τοῦ πνεύματος ἐπιθυμίαις δ. Cyr.Al.Ep.Fest.1.3.32.
2 adv. -ως en forma difícil de combatir Poll.3.141.

German (Pape)

[Seite 676] schwer zu bekämpfen, Poll. 3, 141 u. Sp., wie D. L. 2, 134.

Russian (Dvoretsky)

δυσανταγώνιστος: непобедимый, неопровержимый (ἐν τῷ συνθέσθαι Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσαντᾰγώνιστος: -ου, καθ᾿ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἀνταγωνισθῇ τις, Διογ. Λ. 2. 134.

Greek Monolingual

δυσανταγώνιστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να τον ανταγωνιστεί.