δυσκολοπέραστος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα περνιέται («δυσκολοπέραστο ποτάμι»)
2. αυτός που δύσκολα περνά («δυσκολοπέραστη ζωή»).
-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα περνιέται («δυσκολοπέραστο ποτάμι»)
2. αυτός που δύσκολα περνά («δυσκολοπέραστη ζωή»).