δυσκολοπέραστος

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δύσκολα περνιέται («δυσκολοπέραστο ποτάμι»)
2. αυτός που δύσκολα περνά («δυσκολοπέραστη ζωή»).