εξάγραμμα

Greek Monolingual

το
σχήμα που αποτελείται από δύο ισόπλευρα τρίγωνα που διασταυρώνονται συμμετρικά, εξάλφα, εξάκτινο αστέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα-, όπως εμφανίζεται το εξ ως α' συνθετικό αναλογικά προς τα επτα-, τετρα- + γράμμα.