εξαγνιστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
εξαγνιστήριος («εξαγνιστικές τελετές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαγνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Αλεξανδρίδη].