επαναθεώμαι

Greek Monolingual

επαναθεώμαι, -άομαι (Α)
βλέπω πάλι, εξακριβώνω πάλι («σέ ἐπαναθεασάμενος ἦα ὁποῖος τίς ποτέ φαίνη ἰδεῖν ὁ τοιαύτην ψυχὴν ἔχων», Ξεν.).