εἰρέβαδε

English (LSJ)

v. εἰς ἔρεβος, Hsch.

Spanish (DGE)

εἰς ἔρεβος Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρέβαδε: «εἰς ἔρεβος» Ἡσύχ.