ζωστηροκλέπτης

English (LSJ)

ζωστηροκλέπτου, ὁ, one who steals belts, Lyc.1329.

German (Pape)

[Seite 1145] ὁ, der Gürteldieb, der den Gürtel der Amazonenköniginn raubte, Lycophr. 1329.

Greek (Liddell-Scott)

ζωστηροκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτης ζωστῆρος ἢ ζωστήρων, Λυκόφρ. 1329.

Greek Monolingual

ζωστηροκλέπτης, ὁ (Α)
αυτός που κλέβει ζωστήρα και ειδ. αυτός που άρπαξε τον ζωστήρα της βασίλισσας τών Αμαζόνων.