ημικυκλοειδής

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμικυκλοειδής, -ές) ημίκυκλος
αυτός που μοιάζει με ημικύκλιο, που έχει σχήμα ημικυκλίου.
επίρρ...
ἡμικυκλοειδῶς (AM)
ημικυκλικά, με τρόπο ημικυκλοειδή.