ημιστροφείον

Greek Monolingual

ἡμιστροφεῖον, τὸ (Α)
θεατρική μηχανή που στρέφεται κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + στροφείον «όργανο με το οποίο στρέφεται κάτι» (< στρέφω)].