θέσαν

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Greek Monotonic

θέσαν: Επικ. αντί ἔθεσαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του τίθημι.