θηριοτροφώ

Greek Monolingual

θηριοτροφῶ, -έω (Α) θηριοτρόφος
(μόνο ως παθ.) θηριοτροφοῦμαι, -έομαι
ανατρέφομαι σαν άγριο ζώο, γυμνάζομαι από άλλον σαν άγριο θηρίο.