θηριοτροφώ
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Greek Monolingual
θηριοτροφῶ, -έω (Α) θηριοτρόφος
(μόνο ως παθ.) θηριοτροφοῦμαι, -έομαι
ανατρέφομαι σαν άγριο ζώο, γυμνάζομαι από άλλον σαν άγριο θηρίο.