κάταντες

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Russian (Dvoretsky)

κάταντες: τό склон, спуск, наклон, покатость: κ. Arst., εἰς τὸ κ. Xen., Arst., ἀπὸ τοῦ κατάντους Xen., ἐπὶ τὸ κ. Plat. и τὰ κατάντη Xen., Arst. вниз (с горы), под гору.