ἡ, fem. of καθαρτής, Sch.Pi.P.3.139.
[Seite 1282] ἡ, fem. zu καθαρτής, Schol. Pind. P. 3, 139.
καθάρτρια: ἡ, θηλ. τοῦ καθαρτής, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 139.
καθάρτρια, ἡ (Α)βλ. καθαρτής.