καθεδοῦμαι

French (Bailly abrégé)

f. de καθέζομαι.

Greek Monotonic

καθεδοῦμαι: μέλ. του καθέζομαι.

Russian (Dvoretsky)

καθεδοῦμαι: fut. к καθέζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-εδοῦμαι indic. fut. med. van καθίζω.