καθευρεσιλογέω

English (LSJ)

invent reasons, Plb.12.25k.9.

Greek (Liddell-Scott)

καθευρεσιλογέω: ὁμιλῶ εὐγλώττως, Πολύβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 397.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθευρεσιλογέω: быстро, бегло или бойко говорить Polyb.