καινόταφος
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tombeau d'une construction nouvelle ou originale.
Étymologie: καινός, τάφος.
Greek Monolingual
καινόταφος, -ον (Α)
(μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» — νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος.
Greek Monotonic
καινότᾰφος: -ον, λέγεται για τον καινούριο τάφο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καινότᾰφος: (о могиле) новой формы, необычного вида: σχῆμα καινόταφον Anth. необычная могила.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καινόταφος -ον [καινός, τάφος] van een nieuw soort begrafenis:. σχήματι καινοτάφῳ in een nieuwe vorm van begraven AP 7.686.4.
Middle Liddell
καινό-τᾰφος, ον
of a new tomb, Anth.