καιρόω
English (LSJ)
καίρωμα, καίρωσις, καιρωστίς or καιρωσ-τρίς, v. καῖρος.
German (Pape)
[Seite 1297] die Fäden eines Gewebes, die Kette neben einander befestigen (s. καῖρος), Poll. 7, 33; Schol. Od. 7, 107.
Greek (Liddell-Scott)
καιρόω: καίρωμα, καίρωσις, καιρωστὶς ἢ -στρίς, ἴδε ἐν λ. καῖρος Α.