κακκεῖαι

English (LSJ)

v. κατακαίω. κακκεῖναι· κατακόψαι (Cypr.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κακκεῖαι: ἧττον ὀρθὸς τύπος τοῦ κακκῆαι, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

-ῆαι: see κατακαίω.

Greek Monotonic

κακκεῖαι: ή κακκῆαι, Επικ. αντί κατακαῦσαι, απαρ. αορ. αʹ του κατακαίω.