καλινδέω

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

German (Pape)

[Seite 1308] = κυλινδέω, wälzen, wohl nur im med. mit aor. pass., sich wälzen, sich herumdrehen, herumtreiben, versari; ἐν στοῇσι Her. 3, 52; νεκροὶ ἀποθνήσκοντες ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο Thuc. 2, 52; οἱ περὶ τὰ δικαστήρια καλ., dem διατρίβω entsprechend, Isocr. 15, 30; παῖδα ὄντα ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις καλινδούμενον Dem. 19, 199; ἐν ἀγοραῖς καλινδεῖσθαι S. Emp. adv. rhet. 27; ῥεύμασι, darin waten, Plut. Tim. 28; sich womit beschäftigen, ἐν τῷ πειρᾶσθαι βέλτιον ποιεῖν Xen. Cyr. 1, 4, 5; περὶ τὰς ἔριδας Isocr. 13, 20.