καλόπιασμα
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Greek Monolingual
το καλοπιάνω
1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία
2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια.