καταγελαστικός
English (LSJ)
καταγελαστική, καταγελαστικόν, satirical, ὕμνοι Men.Rh.p.337 S. (Comp.). Adv. καταγελαστικῶς = scoffingly, Poll. 5.128.
German (Pape)
[Seite 1341] ή, όν, zum Verspotten geneigt, adv. spöttisch, Poll. 5, 128, adv.
Greek Monolingual
καταγελαστικός, -ή, -όν (Α) καταγελώ
ο χλευαστικός.
επίρρ...
καταγελαστικῶς (Α)
χλευαστικά, εμπαικτικά.
Russian (Dvoretsky)
καταγελαστικός: насмешливый Men.