καταδραμεῖν

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

German (Pape)

[Seite 1347] aor. II. zu κατατρέχω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de κατατρέχω.
Étymologie: κατά, ἔδραμον.

Greek Monotonic

καταδρᾰμεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατα-τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

καταδραμεῖν: inf. aor. 2 к κατατρέχω.