κατακεραστικός
English (LSJ)
κατακεραστική, κατακεραστικόν, demulcent, restoring normal κρᾶσις, Gal.8.41, 10.486; τροφή Herod.Med. ap. Aët.5.129: c. gen., οὔρων δριμέων Gp.12.19.8.
German (Pape)
[Seite 1352] ή, όν, zum Mischen, Temperiren geschickt, φάρμακα Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κατακεραστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· μετὰ γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.
Greek Monolingual
κατακεραστικός, -ή, -όν (AM) κατακεράννυμι
κατάλληλος για μίξη.