κατακονδύλιστος
English (LSJ)
ον, well cuffed, Hsch.s.v. ἐπικόρριστον.
Greek Monolingual
κατακονδύλιστος, -ον (Α) κατακονδυλίζω
ο γρονθοχτυπημένος αγρίως.
ον, well cuffed, Hsch.s.v. ἐπικόρριστον.
κατακονδύλιστος, -ον (Α) κατακονδυλίζω
ο γρονθοχτυπημένος αγρίως.