καταμύνομαι

German (Pape)

[Seite 1364] sich wehren u. rächen, Ael. H. N. 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰμύνομαι: μέσ., ἐκδικοῦμαί τινα ἀμυνόμενος, κατημύναντο καὶ δίκας ἀπῄτησαν Αἰλ. π. Ζ. 5. 11.

French (Bailly abrégé)

ao. κατημυνάμην;
se venger de, acc..
Étymologie: κατά, ἀμύνομαι.